ἐφθέγξαο

ἐφθέγξαο
φθέγγομαι
utter a sound
aor ind mid 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθέγγομαι — ΝΜΑ (λόγιος τ.) μιλώ νεοελλ. (με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο μσν. αρχ. ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.) αρχ. 1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω 2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”